Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αυθύπαρκτος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αυθύπαρκτ|ος <-η, -ο> [afˈθiparktɔs] ΕΠΊΘ

αυθύπαρκτος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский