Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αυθυποβάλλομαι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αυθυπο|βάλλομαι <-βλήθηκα> [afθipɔˈvalɔmɛ] VERB αυτοπ ρήμα

αυθυποβάλλομαι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский