Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αυλακιά“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αυλακιά [avlaˈca] SUBST θηλ

1. αυλακιά (σε χωράφι, δέρμα):

αυλακιά
Furche θηλ

2. αυλακιά (ειδικά σε κίονα):

αυλακιά
Kannelur θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский