Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αυλακώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . αυλακώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [avlaˈkɔnɔ] VERB μεταβ (χωράφι)

αυλακώνω

II . αυλακώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [avlaˈkɔnɔ] VERB αμετάβ (για επιφάνεια: σχηματίζω αυλακιές)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский