Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αυλακωτός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αυλακωτ|ός <-ή, -ό> [avlakɔˈtɔs] ΕΠΊΘ (επιφάνεια)

Παραδειγματικές φράσεις με αυλακωτός

αυλακωτός μονωτήρας

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский