Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „μονωτήρας“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

μονωτήρας [mɔnɔˈtiras] SUBST αρσ

μονωτήρας
Isolator αρσ
αυλακωτός μονωτήρας
μονωτήρας κεραίας
μονωτήρας χαμηλής τάσης
μονωτήρας υψηλής τάσης

Παραδειγματικές φράσεις με μονωτήρας

αυλακωτός μονωτήρας
μονωτήρας κεραίας
μονωτήρας χαμηλής τάσης
μονωτήρας υψηλής τάσης

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский