Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ανοιχτός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ανοιχτ|ός <-ή, -ό> [anixˈtɔs] ΕΠΊΘ

2. ανοιχτός (χρώμα):

ανοιχτός

3. ανοιχτός (φως: αναμμένο):

ανοιχτός
an

Παραδειγματικές φράσεις με ανοιχτός

ανοιχτός διάλογος
ανοιχτός γάμος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский