Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ίσχυς“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ισχ|ύς <-ύος> [isˈçis] SUBST θηλ

2. ισχύς (δύναμη επιβολής):

3. ισχύς (επιρροή):

Einfluss αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский