Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ισχύω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ισχύ|ω <-σα> [isˈçiɔ] VERB αμετάβ

2. ισχύω (ειδικά νόμος):

ισχύω
ισχύω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский