Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „έκαψ-“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

έκαψ-

έκαψ- s. καίω

Βλέπε και: καίω

I . καίω <έκαψα, κάηκα, καμένος> [ˈcɛɔ] VERB μεταβ

II . καίω <έκαψα, κάηκα, καμένος> [ˈcɛɔ] VERB αμετάβ

2. καίω (είμαι καυτός):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский