Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εκβαρβάρωση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εκβαρβάρωσ|η <-εις> [ɛkvarˈvarɔsi] SUBST θηλ

εκβαρβάρωση
Verrohung θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский