Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εκβίαση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εκβίασ|η <-εις> [ɛkˈviasi] SUBST θηλ

1. εκβίαση (με απειλές):

εκβίαση
Erpressung θηλ
εκβίαση κατάθεσης

2. εκβίαση (εξαναγκασμός):

εκβίαση
Zwingung θηλ
εκβίαση
Nötigung θηλ

3. εκβίαση (επιτυχία με βία):

εκβίαση
Erzwingung θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με εκβίαση

εκβίαση θηλ κατάθεσης
εκβίαση κατάθεσης

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский