Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „άρχω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

άρχω [ˈarxɔ] VERB αμετάβ nur präs

άρχω του/της γεν

Παραδειγματικές φράσεις με άρχω

άρχω του/της γεν

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский