Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αρχοντοχωριάτης“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αρχοντοχωριάτης (αρχοντοχωριάτισσα) [arxɔndɔxɔˈri̯atis, arxɔndɔxɔˈri̯atisa] SUBST αρσ/θηλ (θηλ) (νεόπλουτος)

αρχοντοχωριάτης (αρχοντοχωριάτισσα)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский