Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αρωγή“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αρωγή [arɔˈji] SUBST θηλ

αρωγή
Beistand αρσ
αρωγή
Hilfe θηλ
κοινωνική αρωγή
δικαστική αρωγή ΝΟΜ
Rechtshilfe θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με αρωγή

δικαστική αρωγή ΝΟΜ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский