Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αρωματίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αρωματί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [arɔmaˈtizɔ] VERB μεταβ

1. αρωματίζω (μαντήλι, χαρτί, μαλλιά, δέρμα):

αρωματίζω

2. αρωματίζω (τροφή):

αρωματίζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский