Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: πιθανός , πιθαμή , πιν , πια , σπιθαμή , πιθανότητα , πιθανολογώ και πιθάρι

πιθαν|ός <-ή, -ό> [piθaˈnɔs] ΕΠΊΘ

πιθαμή [piθaˈmi] SUBST θηλ

πια [pça] ΕΠΊΡΡ

2. πια (επιτέλους):

πιν [pin] SUBST ουδ οικ ΤΗΛ

PIN θηλ

πιθάρι [piˈθari] SUBST ουδ

πιθανολογ|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα> [piθanɔlɔˈɣɔ] VERB αμετάβ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский