Γερμανικά » Ελληνικά

rettend ΕΠΊΘ

I . retten [ˈrɛtən] VERB μεταβ

2. retten (Kunstwerke):

retten vor +δοτ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "rettend" σε άλλες γλώσσες

"rettend" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский