Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: obligat , Obligation , obliegen και obligatorisch

obligat [obliˈgaːt] ΕΠΊΘ τυπικ

Obligation <-, -en> [obligaˈtsjoːn] SUBST θηλ

obligatorisch [obligaˈtoːrɪʃ] ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский