Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „υποχρεωτικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

υποχρεωτικ|ός <-ή, -ό> [ipɔxrɛɔtiˈkɔs] ΕΠΊΘ

υποχρεωτικός
obligatorisch, Pflicht-
μη υποχρεωτικός

Παραδειγματικές φράσεις με υποχρεωτικός

μη υποχρεωτικός
υποχρεωτικός απόσβεσης

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский