Ελληνικά » Γερμανικά

υπόχρε|ος <-η, -ο> [iˈpɔxrɛɔs] ΕΠΊΘ

1. υπόχρεος (υποχρεωμένος):

υπόχρεος

2. υπόχρεος (ευγνώμων):

υπόχρεος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский