Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εκποιώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εκποι|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [ɛkpiˈɔ] VERB μεταβ

1. εκποιώ (πουλώ):

εκποιώ

2. εκποιώ (σε μαγαζί: πουλώ όσο όσο):

εκποιώ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский