Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εκποίηση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εκποίησ|η <-εις> [ɛkˈpiisi] SUBST θηλ

1. εκποίηση (πώληση):

εκποίηση
Veräußerung θηλ
εκποίηση ακινήτου
εκποίηση ακινήτου
εκποίηση μιας επιχείρησης
εκποίηση μιας επιχείρησης
αναγκαστική εκποίηση
Zwangsverkauf αρσ
εκποίηση λόγω ανάγκης
Notverkauf αρσ
γενική εκποίηση
γενική εκποίηση
εκποίηση λόγω εκκαθάρισης

2. εκποίηση (σε μαγαζί: γενικό ξεπούλημα):

εκποίηση

Παραδειγματικές φράσεις με εκποίηση

εκποίηση θηλ κτιρίου ΝΟΜ
εκποίηση ακινήτου
αναγκαστική εκποίηση
γενική εκποίηση
εκποίηση λόγω ανάγκης
Notverkauf αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский