Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εκπνέω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ε|κπνέω <-ξέπνευσα> [ɛkˈpnɛɔ] VERB μεταβ

1. εκπνέω (αφού έχω εισπνεύσει):

εκπνέω

2. εκπνέω (προθεσμία):

εκπνέω

3. εκπνέω (πεθαίνω):

εκπνέω

Παραδειγματικές φράσεις με εκπνέω

εισπνέω και εκπνέω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский