Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: Scham , lichten και licht

licht [lɪçt] ΕΠΊΘ

2. licht (nicht dicht):

I . lichten [ˈlɪçtən] VERB μεταβ

1. lichten (ausdünnen):

2. lichten ΑΝΑΤ (Anker):

II . lichten [ˈlɪçtən] VERB αυτοπ ρήμα

Scham <-> [ʃaːm] SUBST θηλ ενικ (Schamgefühl, Beschämung)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский