Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αραιώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . αραιώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [arɛˈɔnɔ] VERB μεταβ

1. αραιώνω (σάλτσα, χρώμα):

αραιώνω

2. αραιώνω (επισκέψεις):

αραιώνω

II . αραιώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [arɛˈɔnɔ] VERB αμετάβ

1. αραιώνω (γίνομαι αραιός: υγρό):

αραιώνω

2. αραιώνω (γίνομαι αραιός: μαλλιά):

αραιώνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский