Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αραίωση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αραίωσ|η <-εις> [aˈrɛɔsi] SUBST θηλ

1. αραίωση (υγρού, αερίου):

αραίωση
Verdünnung θηλ
αραίωση αερίου

2. αραίωση (δάσους, μαλλιών):

αραίωση
Lichten ουδ

Παραδειγματικές φράσεις με αραίωση

αραίωση αερίου

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский