Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διάλυμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

διάλυμα [ðiˈalima] SUBST ουδ

διάλυμα
Lösung θηλ
διάλυμα άλατος
Salzlösung θηλ
αλκαλικό διάλυμα
αραιωμένο διάλυμα
βασικό διάλυμα
basische Lösung θηλ
ιδανικό διάλυμα
ideale Lösung θηλ
ισομοριακό διάλυμα
μητρικό διάλυμα
Mutterlösung θηλ
ουδέτερο διάλυμα
neutrale Lösung θηλ
πολικό διάλυμα
polare Lösung θηλ
διάλυμα πρωτεΐνης
πυκνό διάλυμα
πυκνό διάλυμα
Konzentrat ουδ
στοματικό διάλυμα
Mundspülung θηλ
στοματικό διάλυμα
Mundlösung θηλ
υδατικό διάλυμα
Wasserlösung θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με διάλυμα

κορεσμένο διάλυμα ΧΗΜ
υπέρτονο διάλυμα
διάλυμα άλατος
αλκαλικό διάλυμα
ουδέτερο διάλυμα
πολικό διάλυμα
πυκνό διάλυμα
Konzentrat ουδ
στοματικό διάλυμα
υδατικό διάλυμα
αραιωμένο διάλυμα
βασικό διάλυμα
ιδανικό διάλυμα
ισομοριακό διάλυμα
μητρικό διάλυμα
διάλυμα πρωτεΐνης
ισοτονικό διάλυμα
κολλοειδές διάλυμα
υπότονο διάλυμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский