Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αραλίκι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αραλίκι [araˈlici] SUBST ουδ (ως ανάπαυση: το να μην κάνεις τίποτα)

αραλίκι
Faulenzen ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский