Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: kentern , kennenlernen , Kennerin , Kenner και kennen

kentern [ˈkɛntɐn] VERB αμετάβ +sein

Kenner <-s, -> SUBST αρσ

Kennerin <-, -nen> SUBST θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский