Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: kanonisch , kantig , kannte , Kanone και Kanon

Kanon <-s, -s> [ˈkaːnɔn] SUBST αρσ

Kanon ΦΙΛΟΣ, ΘΡΗΣΚ, ΜΟΥΣ, ΝΟΜ

Kanone <-, -n> [kaˈnoːnə] SUBST θηλ

1. Kanone ΣΤΡΑΤ:

κανόνι ουδ

2. Kanone οικ (Könner):

κανόνι ουδ

3. Kanone οικ (Revolver):

kantig ΕΠΊΘ

1. kantig (eckig):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский