Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πυροβόλο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πυροβόλο [pirɔˈvɔlɔ] SUBST ουδ

1. πυροβόλο:

πυροβόλο
Geschütz ουδ

2. πυροβόλο (κανόνι):

πυροβόλο
Kanone θηλ
ηλεκτρονικό πυροβόλο ΦΥΣ

Παραδειγματικές φράσεις με πυροβόλο

πυροβόλο ουδ ιόντων
ηλεκτρονικό πυροβόλο ΦΥΣ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский