Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κανονικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κανονικ|ός <-ή, -ό> [kanɔniˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. κανονικός (που δεν απέχει από το συνηθισμένο):

κανονικός

2. κανονικός (τακτικός):

κανονικός

4. κανονικός:

κανονικός ΜΑΘ, ΣΤΑΤ
kanonische Variablen θηλ πλ

Παραδειγματικές φράσεις με κανονικός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский