Γερμανικά » Ελληνικά

Kranke(r) <-n, -n> SUBST mf

krank [kraŋk] ΕΠΊΘ

3. krank (Zahn):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский