Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ασθενής“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . ασθεν|ής <-ής, -ές> [asθɛˈnis] ΕΠΊΘ

1. ασθενής (ανίσχυρος, αδύνατος):

ασθενής

2. ασθενής (άρρωστος):

ασθενής

II . ασθεν|ής <-ής, -ές> [asθɛˈnis] SUBST mf (ο άρρωστος σε σχέση προς το γιατρό)

ασθενής
Patient(in) αρσ (θηλ)
εξωτερικός ασθενής
χρόνιος/χρόνια ασθενής
Langzeitpatient(in) αρσ (θηλ)

Παραδειγματικές φράσεις με ασθενής

εξωτερικός ασθενής
Langzeitpatient(in) αρσ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский