Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: Minsk , Pinsel , linsen , einsam , Linse , einst , Binse και Whisky

Minsk <-> [mɪnsk] SUBST ουδ ενικ

Whisky <-s, -s> [ˈwɪski] SUBST αρσ

Binse <-, -n> [ˈbɪnzə] SUBST θηλ

einst [ˈaɪnst] ΕΠΊΡΡ

1. einst (früher):

2. einst (in Zukunft):

Linse <-, -n> [ˈlɪnzə] SUBST θηλ

1. Linse ΒΟΤ:

φακή θηλ

2. Linse (Optik):

φακός αρσ

einsam [ˈaɪnzaːm] ΕΠΊΘ

2. einsam (Ort):

Pinsel <-s, -> [ˈpɪnzəl] SUBST αρσ

1. Pinsel (des Malers):

πινέλο ουδ

2. Pinsel οικ (Dummkopf):

τούβλο ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζήτηση στο λεξικό

Γερμανικά

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский