Ελληνικά » Γερμανικά

άλλοτε [ˈalɔtɛ] ΕΠΊΡΡ

1. άλλοτε (κάποια άλλη φορά στο μέλλον):

άλλοτε

2. άλλοτε (παλαιότερα):

άλλοτε
άλλοτε ..., άλλοτε ...
mal ..., mal ...

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский