Ελληνικά » Γερμανικά

αλλόκοτ|ος <-η, -ο> [aˈlɔkɔtɔs] ΕΠΊΘ (φέρσιμο)

αλλόκοτος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский