Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αλλοιώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αλλοιώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [aliˈɔnɔ] VERB μεταβ

1. αλλοιώνω (μεταβάλλω):

αλλοιώνω

2. αλλοιώνω (παραποιώ: έγγραφο):

αλλοιώνω

3. αλλοιώνω (κρασί):

αλλοιώνω

4. αλλοιώνω (χαλώ: τρόφιμα):

αλλοιώνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский