Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αλλοτρίωση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αλλοτρίωσ|η <-εις> [alɔˈtriɔsi] SUBST θηλ

1. αλλοτρίωση (μεταβίβαση σε άλλον):

αλλοτρίωση
Veräußerung θηλ

2. αλλοτρίωση (αποξένωση):

αλλοτρίωση
Entfremdung θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский