Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „τούβλο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

τούβλο [ˈtuvlɔ] SUBST ουδ

1. τούβλο (πλιθάρι):

τούβλο
Ziegelstein αρσ
τούβλο
Backstein αρσ
συμπαγές τούβλο
Vollziegel αρσ
διάτρητο τούβλο
Hohlziegel αρσ
τρίοπο τούβλο
Lochziegel αρσ
Ziegelmauer θηλ

2. τούβλο μτφ:

τούβλο
Esel αρσ
τούβλο
Rindvieh ουδ

Παραδειγματικές φράσεις με τούβλο

συμπαγές τούβλο
Vollziegel αρσ
διάτρητο τούβλο
Hohlziegel αρσ
τρίοπο τούβλο
Lochziegel αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский