Γερμανικά » Γαλλικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: augenfällig , eigennützig και eigenwillig

eigenwillig ΕΠΊΘ

1. eigenwillig (eigensinnig):

2. eigenwillig (unkonventionell):

I . eigennützig ΕΠΊΘ

augenfällig [ˈaʊgənfɛlɪç] ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina