Γερμανικά » Γαλλικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: besabbern , gesalzen , gesammelt και Gesandter

I . besabbern* οικ ΡΉΜΑ μεταβ

II . besabbern* οικ ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα

I . gesalzen [gəˈzaltsən] ΡΉΜΑ

gesalzen μετ παρακειμ von salzen

II . gesalzen [gəˈzaltsən] ΕΠΊΘ οικ

Βλέπε και: salzen

salzen <μετ παρακειμ gesalzen [o. σπάνιο gesalzt]> [ˈzaltsən] ΡΉΜΑ tr, itr V

gesammelt ΕΠΊΘ

1. gesammelt:

complet(-ète)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

"gesabber" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina