Γερμανικά » Γαλλικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: genehmigen , genuin , Genius , Genie , genial και genügen

genial [geˈnjaːl] ΕΠΊΘ

Genie <-s, -s> [ʒeˈniː] ΟΥΣ ουδ

Genius <-, Genien> [ˈgeːniʊs, Plː ˈgeːniən] ΟΥΣ αρσ

génie αρσ

genuin [genuˈiːn] ΕΠΊΘ τυπικ

II . genehmigen* ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα

ιδιωτισμοί:

sich δοτ einen genehmigen χιουμ οικ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina