Γερμανικά » Γαλλικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: fassen , fasten , Farce , faschieren , faseln , Faszie , Fasten , fasrig , fasern και Fascho

fasten [ˈfastən] ΡΉΜΑ αμετάβ

Farce <-, -n> [fars] ΟΥΣ θηλ

Fascho <-s, -s> [ˈfaʃo] ΟΥΣ αρσ μειωτ οικ

facho αρσ οικ

fasern [ˈfaːzɐn] ΡΉΜΑ αμετάβ

fasern Gewebe, Stoff:

fasrig

fasrig → faserig

Βλέπε και: faserig

faserig ΕΠΊΘ

Fasten <-s; χωρίς πλ> ΟΥΣ ουδ

Faszie <-, -n> [ˈfastsiə] ΟΥΣ θηλ ΑΝΑΤ

fascia αρσ

I . faseln [ˈfaːzəln] μειωτ οικ ΡΉΜΑ αμετάβ

II . faseln [ˈfaːzəln] μειωτ οικ ΡΉΜΑ μεταβ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina