Γερμανικά » Γαλλικά

I . füllen [ˈfʏlən] ΡΉΜΑ μεταβ

II . füllen [ˈfʏlən] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα

Βλέπε και: gefüllt

Füllen

Füllen → Fohlen

Βλέπε και: Fohlen

Fohlen <-s, -> ΟΥΣ ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina