Γερμανικά » Γαλλικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: entriegeln , entrinden , Labrador , entrechten και entreißen

entreißen* ΡΉΜΑ μεταβ ανώμ

1. entreißen (wegreißen):

2. entreißen μτφ:

Labrador1 <-s; χωρίς πλ> ΟΥΣ ουδ ΓΕΩΓΡ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina