Γερμανικά » Γαλλικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: groggy , Droge , dröge , drohen και droben

groggy [ˈgrɔgi] ΕΠΊΘ οικ

groggy αμετάβλ οικ

droben ΕΠΊΡΡ τυπικ

drohen ΡΉΜΑ αμετάβ

2. drohen (bevorstehen) Gewitter, Gefahr:

3. drohen (im Begriff sein):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina