Γαλλικά » Γερμανικά

II . droguer [dʀɔge] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα

drogue [dʀɔg] ΟΥΣ θηλ a. μτφ

I . drogué(e) [dʀɔge] ΟΥΣ αρσ(θηλ)

II . drogué(e) [dʀɔge] ΕΠΊΘ

drogué αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina