Γερμανικά » Γαλλικά

Rauschgiftsüchtige(r) ΟΥΣ θηλ(αρσ) κλιν τύπος wie επίθ

Rauschgiftsüchtige(r)
toxicomane αρσ θηλ
Rauschgiftsüchtige(r)
drogué(e) αρσ (θηλ)

rauschgiftsüchtig ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

"Rauschgiftsüchtige" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina